- πεντεπικαιδέκατος
- πεντεπικαιδέκᾰτος, η, ον, poet. for πεντεκαιδέκατος, AP9.482.18 (Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντεπικαιδέκατος — η, ον, Α (ποιητ. τ.) πεντεκαιδέκατος* … Dictionary of Greek
πεντεπικαιδεκάτῳ — πεντεπικαιδέκατος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)